- φυματινισμός
- ο, Ν(κτην.) η φυματινοαντίδραση.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tuberculination].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυματινοαντίδραση — και φυματιναντίδραση, η, Ν 1. ιατρ. αντίδραση υπερεργικού τύπου στη φυματίνη, δύο ή τρία εικοσιτετράωρα μετά την εφαρμογή τής φυματίνης στο δέρμα τού εξεταζομένου 2. (κτην.) ένεση διαλυμένης φυματίνης στα ζώα για τη διάγνωση τής φυματίωσης, αλλ.… … Dictionary of Greek